κοντόχρονα

κοντόχρονα
επίρρ. скоро, в ближайшее время

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "κοντόχρονα" в других словарях:

  • κοντόχρονος — η, ο 1. αυτός που τού υπολείπονται λίγες μέρες ζωής, κοντόμερος 2. αυτός που θα γίνει, που θα συντελεστεί σε λίγο χρόνο. Επιρρ. κοντόχρονα σε σύντομο χρόνο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοντ(ο) * + χρονος (< χρόνος), πρβλ. ισό χρονος, πολύ χρονος] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»